σταφιδοπαραγωγός

σταφιδοπαραγωγός
ός , ό[ν] 1. производящий изюм (о районе);
2. (ο ) производитель изюма

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σταφιδοπαραγωγός" в других словарях:

  • σταφιδοπαραγωγός — ό, Ν 1. αυτός που παράγει σταφίδα («σταφιδοπαραγωγός περιοχή») 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η σταφιδοπαραγωγός παραγωγός σταφίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίδα + παραγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • σταφιδοπαραγωγός, -ός, -ό — αυτός που παράγει σταφίδα: Τα σταφιδοπαραγωγά χωριά έπαθαν μεγάλη ζημιά από το χαλάζι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»